Anonymous

κναφεῖον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κνᾰφεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, [[ἐργαστήριον]] γναφέως, Ἡρόδ. 4. 14, Πλουτ. Κικ. 1· γναφεῖον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Λυσ. 97. 38., 166. 31., 210· ἴδε [[κνάπτω]] ἐν τέλ.
|lstext='''κνᾰφεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, [[ἐργαστήριον]] γναφέως, Ἡρόδ. 4. 14, Πλουτ. Κικ. 1· γναφεῖον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. τοῦ Λυσ. 97. 38., 166. 31., 210· ἴδε [[κνάπτω]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> [[γναφεῖον]];<br />ου (τό) :<br />atelier de foulon.<br />'''Étymologie:''' [[κνάπτω]].
}}
}}