Anonymous

λοῖσθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοῖσθος''': -ον, [[ἔσχατος]], [[ὕστατος]], Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, [[ἔσχατος]] πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὁ [[θάνατος]] [[λοίσθιος]] ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: [[λοίσθιος]], [[λοισθήιος]]· - πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[λοιπός]], [[ἴσως]] [[εἶδος]] ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).
|lstext='''λοῖσθος''': -ον, [[ἔσχατος]], [[ὕστατος]], Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, [[ἔσχατος]] πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὁ [[θάνατος]] [[λοίσθιος]] ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: [[λοίσθιος]], [[λοισθήιος]]· - πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[λοιπός]], [[ἴσως]] [[εἶδος]] ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />extrême, <i>càd</i> dernier, qui vient après tous les autres.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}