Anonymous

οἰστρώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰστρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· [[μανιώδης]], [[ἔκφρων]], ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.
|lstext='''οἰστρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[ὅμοιος]] πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· [[μανιώδης]], [[ἔκφρων]], ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], -ωδης.
}}
}}