Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συσχολάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσχολάζω''': [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας τῆς σχολῆς μετά τινος, εἶμαι συμμαθητὴς ἢ [[σύντροφος]] ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, [[διέρχομαι]] τὸν καιρόν μου μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μετ’ [[ἀλλήλων]] εἴθιζε (τοὺς παῖδας) συμπαίζειν καὶ συσχολάζειν Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 24· τινὶ = μετά τινος, Ἀθήν. 168Α, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 8, Ἀλέξ. 65, κλπ.· τινὶ [[παρά]] τινι Ἀθήν. 354Ε.
|lstext='''συσχολάζω''': [[διέρχομαι]] τὰς ὥρας τῆς σχολῆς μετά τινος, εἶμαι συμμαθητὴς ἢ [[σύντροφος]] ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ, [[διέρχομαι]] τὸν καιρόν μου μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], μετ’ [[ἀλλήλων]] εἴθιζε (τοὺς παῖδας) συμπαίζειν καὶ συσχολάζειν Πλουτ. Λυκοῦργ. 16· ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 24· τινὶ = μετά τινος, Ἀθήν. 168Α, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 8, Ἀλέξ. 65, κλπ.· τινὶ [[παρά]] τινι Ἀθήν. 354Ε.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> se récréer ensemble;<br /><b>II.</b> étudier ensemble :<br /><b>1</b> étudier avec un maître, fréquenter un maître;<br /><b>2</b> étudier avec des disciples, instruire, enseigner;<br /><b>3</b> étudier avec des camarades, être condisciple : τινι de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σχολάζω]].
}}
}}