Anonymous

πελτάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελτάζω''': ([[πέλτη]]) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς [[ἤτοι]] ὡπλισμένος διὰ [[πέλτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὁπλιτεύω]], Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.
|lstext='''πελτάζω''': ([[πέλτη]]) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς [[ἤτοι]] ὡπλισμένος διὰ [[πέλτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὁπλιτεύω]], Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.
}}
{{bailly
|btext=servir comme peltaste, <i>càd</i> dans l’infanterie légère.<br />'''Étymologie:''' [[πέλτη]].
}}
}}