Anonymous

ἐχινέες: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχῑνέες''': ἢ ἐχῖνες, οἱ, [[εἶδος]] μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.
|lstext='''ἐχῑνέες''': ἢ ἐχῖνες, οἱ, [[εἶδος]] μυὸς ἔχοντος τραχείας καὶ ἀκανθώδεις τρίχας, ζῶντος δὲ ἐν Λιβύῃ, Ἡρόδ. 4. 192, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμ. 28.
}}
{{bailly
|btext=έων ([[αἱ]]) :<br />sorte de rats à poil hérissé, de Libye, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐχῖνος]].
}}
}}