3,277,301
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27. | |lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compléter, acc.;<br /><b>2</b> augmenter le nombre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσπληρόομαι-οῦμαι ajouter pour compléter le nombre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πληρόω]]. | |||
}} | }} |