Anonymous

λέχρις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λέχρῐς''': ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, πλαγίως, Λατ. oblique, [[λέχρις]] ἐπιχριμφθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1235., Γ. 238, 1160.
|lstext='''λέχρῐς''': ἐπίρρ. ἐκ πλαγίου, πλαγίως, Λατ. oblique, [[λέχρις]] ἐπιχριμφθεὶς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1235., Γ. 238, 1160.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />de côté, obliquement.<br />'''Étymologie:''' R. Λεχ, être oblique ; cf. [[λοξός]].
}}
}}