Anonymous

ἐμπελάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπελάζω''': μελλ. -σω, [[φέρω]] πλησίον, [[πλησιάζω]], δίφρους ἐμπελάσαντες, πλησιάσαντες, προσεγγίσαντες τὰ ἅρματα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 109: - Παθ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[πλησιάζω]] (ἀμετ.), τῆς κοίτης Σοφ. Τρ. 17. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ ὡς ἐν τῇ παθ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., ἐμπελάσειν πυκνῷ δόμῳ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 523· ποῦ δ’ ἐμπελάζεις τἀνδρί...; Σοφ. Τρ. 748· [[οὕτως]] Ἀριστ. ἐν τῷ π. Κόσμ. 4. 18, καὶ 28· κρήνης μὴ δὴ σχεδὸν ἐμπελάσειας Συλλ. Ἐπιγρ. 5572.
|lstext='''ἐμπελάζω''': μελλ. -σω, [[φέρω]] πλησίον, [[πλησιάζω]], δίφρους ἐμπελάσαντες, πλησιάσαντες, προσεγγίσαντες τὰ ἅρματα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 109: - Παθ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[πλησιάζω]] (ἀμετ.), τῆς κοίτης Σοφ. Τρ. 17. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ ὡς ἐν τῇ παθ., [[ἔρχομαι]] πλησίον, [[μετὰ]] δοτ., ἐμπελάσειν πυκνῷ δόμῳ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 523· ποῦ δ’ ἐμπελάζεις τἀνδρί...; Σοφ. Τρ. 748· [[οὕτως]] Ἀριστ. ἐν τῷ π. Κόσμ. 4. 18, καὶ 28· κρήνης μὴ δὴ σχεδὸν ἐμπελάσειας Συλλ. Ἐπιγρ. 5572.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> faire approcher ; <i>Pass.</i> s’approcher de, gén.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πελάζω]].
}}
}}