3,274,921
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστέον''': τό, Ἀττ. συνῃρ. [[ὀστοῦν]], ποιητ. ὀστεῦν Ἀνθολ. Π. 7. 480· πληθ. ὀστέα, Ἀττ. συνῃρ. ὀστᾶ, Ἐπικ. ὀστᾶ [ᾱ] Ὀππ. Κυν. 1. 268, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 63, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 517. 7· - ἀλλ’ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται τῇ γεν. πληθ. ὀστέων, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355, Σοφ. Τρ. 769, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126, καὶ οὕτω φέρεται ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1177, [[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ὀστῶν· οἱ δὲ ἀσυναίρετοι τύποι συνήθως ἀπαντῶσι παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, Ἐπικ. γεν. πληθ. ὀστεόφιν (ἴδε κατωτ.). Ὀστοῦν, κοινῶς «κόκκαλον», [[συχν]]. παρ’ ὁμήρ. καὶ Ἡροδ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ· παρ’ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἀσπὶς Ἡρ. 152, Θέογν. 540. 55, 557· λευκὰ ὀστέα, τὰ τῶν νεκρῶν τὰ λευκανθέντα ἐκ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Α. 161, κτλ.· σάρκας τε καὶ ὀστέα Ι. 293· πολὺς δ’ ἀμφ’ ὀστεόφιν θίς, [[μέγας]] σωρὸς ὀστῶν [[πέριξ]], Μ. 45· ῥινὸν ἀπ’ ὀστεόφιν ἐρύσαι Ξ. 134· ὀστέων [[στέγαστρον]], τὸ δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355· - ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ πάντων τῶν ὀστῶν πλὴν τῆς σπονδυλικῆς στήλης ([[ῥάχις]]), π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 10. ΙΙ. μεταφ., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς [[πόδα]], δηλ. εἰς τοὺς βράχους, Ποιητὴς παρ’ Εὐστ. 309. 44· - ὁ πυρὴν (τὸ «κουκούτσι») καρποῦ, Διοσκ. 6. 22, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 98. (Ἐντεῦθεν [[ὀστέϊνος]], [[ὄστινος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ast-hi, as-than· Ζενδ. aś-ti, aś-ta· Ἀρχ. Λατ. oss-um (oss, ossis)· ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ ὀστακὸς ([[ἀστακός]]), [[ὄστρακον]], [[ὄστρεον]], [[ἀστράγαλος]], ἄστρις, ἄστριχος). | |lstext='''ὀστέον''': τό, Ἀττ. συνῃρ. [[ὀστοῦν]], ποιητ. ὀστεῦν Ἀνθολ. Π. 7. 480· πληθ. ὀστέα, Ἀττ. συνῃρ. ὀστᾶ, Ἐπικ. ὀστᾶ [ᾱ] Ὀππ. Κυν. 1. 268, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 63, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 517. 7· - ἀλλ’ Ἀττ. ποιηταὶ χρῶνται τῇ γεν. πληθ. ὀστέων, [[χάριν]] τοῦ μέτρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355, Σοφ. Τρ. 769, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1126, καὶ οὕτω φέρεται ἐν Εὐρ. Τρῳ. 1177, [[ἔνθα]] τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ ὀστῶν· οἱ δὲ ἀσυναίρετοι τύποι συνήθως ἀπαντῶσι παρὰ μεταγενεστέροις πεζογράφοις, Ἐπικ. γεν. πληθ. ὀστεόφιν (ἴδε κατωτ.). Ὀστοῦν, κοινῶς «κόκκαλον», [[συχν]]. παρ’ ὁμήρ. καὶ Ἡροδ., ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῷ Ἀττ. τύπῳ· παρ’ Ἡσ. μόνον ἐν τῷ πληθ., Ἀσπὶς Ἡρ. 152, Θέογν. 540. 55, 557· λευκὰ ὀστέα, τὰ τῶν νεκρῶν τὰ λευκανθέντα ἐκ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἡλίου, Ὀδ. Α. 161, κτλ.· σάρκας τε καὶ ὀστέα Ι. 293· πολὺς δ’ ἀμφ’ ὀστεόφιν θίς, [[μέγας]] σωρὸς ὀστῶν [[πέριξ]], Μ. 45· ῥινὸν ἀπ’ ὀστεόφιν ἐρύσαι Ξ. 134· ὀστέων [[στέγαστρον]], τὸ δέρμα, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 355· - ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. ἐπὶ πάντων τῶν ὀστῶν πλὴν τῆς σπονδυλικῆς στήλης ([[ῥάχις]]), π. Ζ. Μορ. 2. 9, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 9, 10. ΙΙ. μεταφ., γῆς ὀστέοισιν ἐγχριμφθεὶς [[πόδα]], δηλ. εἰς τοὺς βράχους, Ποιητὴς παρ’ Εὐστ. 309. 44· - ὁ πυρὴν (τὸ «κουκούτσι») καρποῦ, Διοσκ. 6. 22, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 98. (Ἐντεῦθεν [[ὀστέϊνος]], [[ὄστινος]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ast-hi, as-than· Ζενδ. aś-ti, aś-ta· Ἀρχ. Λατ. oss-um (oss, ossis)· ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ ὀστακὸς ([[ἀστακός]]), [[ὄστρακον]], [[ὄστρεον]], [[ἀστράγαλος]], ἄστρις, ἄστριχος). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦν (τὸ) ; <i>gén.</i> ὀστέου-ὀστοῦ;<br /><i>n. pl.</i> ὀστέα-[[ὀστᾶ]], <i>gén.</i> ὀστέων-ὀστῶν;<br />os, ossement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> os, ossis, anc. <i>lat.</i> ossum. | |||
}} | }} |