3,277,649
edits
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | |lstext='''εὐκοινώνητος''': -ον, [[εὔκολος]] εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se prête à des relations, qui communique volontiers;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> accommodant, sociable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κοινωνέω]]. | |||
}} | }} |