Anonymous

ἱππόλοφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
|lstext='''ἱππόλοφος''': -ον, ἔχων λόφον ἐξ ἱππείων τριχῶν, [[ἱππόλοφος]] [[κόρυς]] Ἀνθ. Π. παράρτ. 323˙ -ἱππόλ. Λόγοι, κατὰ κωμικὴν μεταφορ., Ἀριστοφ. Βάτρ. 818.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni d’une crinière de cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[λόφος]].
}}
}}