Anonymous

δωροφορέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωροφορέω''': [[φέρω]] δῶρα, τινὶ Πλάτ. Φαίδρ. 266C, πρβλ. Εὐθύφρ. 14Ε· [[προσφέρω]] ὡς [[δῶρον]], τί τινι Ἀριστοφ. Σφηξ. 675· ἴδε [[δωροδοκέω]] ἐν τέλ. ΙΙ. δ. τινα, χαρίζω, δίδω εἴς τινα δῶρα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 32.
|lstext='''δωροφορέω''': [[φέρω]] δῶρα, τινὶ Πλάτ. Φαίδρ. 266C, πρβλ. Εὐθύφρ. 14Ε· [[προσφέρω]] ὡς [[δῶρον]], τί τινι Ἀριστοφ. Σφηξ. 675· ἴδε [[δωροδοκέω]] ἐν τέλ. ΙΙ. δ. τινα, χαρίζω, δίδω εἴς τινα δῶρα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />apporter des présents : τινα gratifier qqn de présents.<br />'''Étymologie:''' [[δῶρον]], [[φέρω]].
}}
}}