3,270,341
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]]. | |lstext='''ποικῐλόδειρος''': -ον, ὁ ἔχων λαιμὸν ποικίλον, Ἀλκαῖ. 81, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6˙ ― ἂν δὲ παραδεχθῶμεν αὐτὸ (ὡς προτείνει ὁ Ruhnk.) ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201, ὡς ἐπίθετ. τῆς ἀηδόνος, πρέπει νὰ ληφθῇ ὡς = τῷ [[ποικιλόγηρυς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />au cou bigarré.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[δειρή]]. | |||
}} | }} |