Anonymous

κολῳάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]).
|lstext='''κολῳάω''': (κολῳὸς) [[ἐρίζω]] μεγαλοφώνως, «μαλλώνω», ποιῶ θόρυβον, [[ὀνειδίζω]], Ἰλ. Β. 212˙ Ἰων. κολῳέω, Ἀντίμαχος παρ’ Εὐσταθ. 205, 6. (Διάφορον τοῦ [[κολοιάω]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῳῶ;<br />pousser un cri rauque.<br />'''Étymologie:''' [[κολοιός]].
}}
}}