Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαγωγή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰγωγή''': ἡ, τὸ ἐξάγειν στρατιώτας, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 9, Πολύβ. 5. 24, 4. 2) τὸ ἐξάγειν τι ἔκ τινος μέρους, περὶ τῆς Ἀργοῦς ἥτις ἐκάθισεν εἰς τὰ [[βράχεα]], δηλ. τὰ τενάγη τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καὶ οἱ (τῷ Ἰήσονι) ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν [[λόγος]] ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα, κτλ., Ἡρόδ. 4. 179. 3) ἡ εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν ἐξαγωγὴ ἐμπορευμάτων, πωλεῖν ἐπ’ ἐξαγωγῇ Ἡρόδ. 5. 6, πρβλ. 7. 156· ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, παρέχειν τὸ [[δικαίωμα]] ἐξαγωγῆς, Ἰσοκρ. 370Β, Πλάτ. Νόμοι 705Β· ἐξαγ. λαβεῖν, λαβεῖν [[δικαίωμα]] ἐξαγωγῆς, Δημ. 917. 28· ἐπ’ ἐξαγωγῇ, [[ὅπως]] ἐξαγάγῃ τις ἔξω τῆς χώρας, ἀδελφὴν ἐπ’ ἐξαγωγῇ πέπρακε ὁ αὐτ. 763. 13, πρβλ. 787. 8· ἐξαγ. σίτου ἢ σιτικὴ Πολύβ. 28. 2, 2., 14. 8. 4) [[ἐκκένωσις]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαὶ Πλούτ. 2. 134C. 5) τὸ ἐξέρχεσθαι, [[ἔξοδος]], καὶ ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. exitus, τὸ [[τέλος]] πράγματός τινος, Πολύβ. 2. 39, 4, κτλ., τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1042D· ἡ [[ἔξοδος]] τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου, Κλήμ. Ἀλ. 414. ΙΙ. [[ἔξωσις]], ὡς νομικὸς ὅρος, πρὸς ἐκδίκασιν τῶν δικαιωμάτων ἰδιοκτησίας, Ἰσαῖος 40. 12, Δημ. 1090. 23.
|lstext='''ἐξᾰγωγή''': ἡ, τὸ ἐξάγειν στρατιώτας, Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 9, Πολύβ. 5. 24, 4. 2) τὸ ἐξάγειν τι ἔκ τινος μέρους, περὶ τῆς Ἀργοῦς ἥτις ἐκάθισεν εἰς τὰ [[βράχεα]], δηλ. τὰ τενάγη τῆς Τριτωνίδος λίμνης, καὶ οἱ (τῷ Ἰήσονι) ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν [[λόγος]] ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα, κτλ., Ἡρόδ. 4. 179. 3) ἡ εἰς τὴν ἀλλοδαπὴν ἐξαγωγὴ ἐμπορευμάτων, πωλεῖν ἐπ’ ἐξαγωγῇ Ἡρόδ. 5. 6, πρβλ. 7. 156· ἐξαγωγὴν δοῦναι, παρέχεσθαι, παρέχειν τὸ [[δικαίωμα]] ἐξαγωγῆς, Ἰσοκρ. 370Β, Πλάτ. Νόμοι 705Β· ἐξαγ. λαβεῖν, λαβεῖν [[δικαίωμα]] ἐξαγωγῆς, Δημ. 917. 28· ἐπ’ ἐξαγωγῇ, [[ὅπως]] ἐξαγάγῃ τις ἔξω τῆς χώρας, ἀδελφὴν ἐπ’ ἐξαγωγῇ πέπρακε ὁ αὐτ. 763. 13, πρβλ. 787. 8· ἐξαγ. σίτου ἢ σιτικὴ Πολύβ. 28. 2, 2., 14. 8. 4) [[ἐκκένωσις]], Ἀριστ. Προβλ. 2. 32, 2· αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαὶ Πλούτ. 2. 134C. 5) τὸ ἐξέρχεσθαι, [[ἔξοδος]], καὶ ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. exitus, τὸ [[τέλος]] πράγματός τινος, Πολύβ. 2. 39, 4, κτλ., τὸ [[τέλος]] τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 1042D· ἡ [[ἔξοδος]] τῶν Ἑβραίων ἐκ τῆς Αἰγύπτου, Κλήμ. Ἀλ. 414. ΙΙ. [[ἔξωσις]], ὡς νομικὸς ὅρος, πρὸς ἐκδίκασιν τῶν δικαιωμάτων ἰδιοκτησίας, Ἰσαῖος 40. 12, Δημ. 1090. 23.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I.  1</b> action d’emmener avec soi (une troupe, une armée);<br /><b>2</b> action d’amener de, <i>particul.</i> de tirer un vaisseau de la mer;<br /><b>3</b> exportation;<br /><b>4</b> expulsion;<br /><b>II.</b> action de sortir de la vie, suicide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξάγω]].
}}
}}