3,277,119
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλαγκτός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. [[δίπλαξ]])· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς [[αὐτόθι]] 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει [[πλάξ]]. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, [[παραπλήξ]], [[ἔμπληκτος]], [[παράφρων]], Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι [[εἶναι]] βράχοι [[πέραν]] (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι [[ἄνωθεν]], (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον [[ὥστε]] καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, [[ὥστε]] πιθανῶς τὸ [[ὄνομα]] ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους). | |lstext='''πλαγκτός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. [[δίπλαξ]])· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς [[αὐτόθι]] 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει [[πλάξ]]. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, [[παραπλήξ]], [[ἔμπληκτος]], [[παράφρων]], Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι [[εἶναι]] βράχοι [[πέραν]] (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι [[ἄνωθεν]], (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον [[ὥστε]] καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, [[ὥστε]] πιθανῶς τὸ [[ὄνομα]] ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> errant, instable : πλαγκταὶ πέτραι <i>ou</i> [[αἱ]] Πλαγκταί OD les Roches errantes, <i>écueils à l’entrée du détroit de Sicile</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> incertain, vacillant;<br /><b>2</b> qui a l’esprit égaré, frappé de vertige.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάζω]]. | |||
}} | }} |