Anonymous

κυνηγετέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγετέω''': Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. [[κυναγός]])· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. [[ἐκκυνηγετέω]]· ― μεταφορ., [[καταδιώκω]], κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.
|lstext='''κῠνηγετέω''': Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. [[κυναγός]])· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. [[ἐκκυνηγετέω]]· ― μεταφορ., [[καταδιώκω]], κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> aller à la chasse;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> poursuivre à la chasse, chasser ; <i>fig.</i> poursuivre, harceler, <i>ou simpl.</i> rechercher la piste, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγέτης]].
}}
}}