Anonymous

καταλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλογίζομαι''': μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ [[εὐεργέτημα]] [[πρός]] τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. [[λογαριάζω]] ἢ ὑπολογίζω [[μεταξύ]], ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.
|lstext='''καταλογίζομαι''': μέλ. Ἀττ. -ῐοῦμαι· ἀποθ.·- [[λογαριάζω]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 16, Ἑλλ. 3. 2. 18· κ. τὸ [[εὐεργέτημα]] [[πρός]] τινα, τὸ σημειώνω εἰς λογαριασμὸν του, Δημ. 78. 7· καταλογιζέσθω μηδεὶς τοῦθ’ ὑμῖν ἐν ἀρετῇ, μηδεὶς ἂς λογαριάζῃ τοῦτο εἰς ὑμᾶς ὡς ἀρετὴν, Αἰσχίν. 82. 40· μετ’ἀπαρ., κατελογίσατο τῇ βουλῇ τὴν Ἰταλίαν ἡμερῶσαι Ἀππ. Ἰλλυρ. 16. ΙΙ. [[λογαριάζω]] ἢ ὑπολογίζω [[μεταξύ]], ἐναριθμῶ, λατ. annumerare, τοὺς ἀχαρίστους ἐν τοῖς ἀδίκοις κ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 2. 1.- Παθ. κατελογίσθην ἐν Ἑβδ. ΙΙΙ. ἀφηγοῦμαι κατὰ σειρὰν, Ἀππ. Συρ. 61· κατελογίσατο τῷ δήμῳ πάντα Μακεδ. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταλογιοῦμαι, <i>ao. au sens Act.</i> κατελογισάμην, <i>au sens Pass.</i> κατελογίσθην;<br /><b>1</b> tenir compte, imputer : [[πρός]] τινα [[εὐεργέτημα]] DÉM tenir compte à qqn d’un bienfait ; [[τι]] [[ἐν]] ἀρετῇ ESCHN tenir compte de qch comme d’une vertu;<br /><b>2</b> calculer, conjecturer, supposer;<br /><b>3</b> compter parmi : [[ἐν]] τοῖς ἀδίκοις τινα XÉN compter qqn parmi les hommes injustes.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λογίζομαι]].
}}
}}