Anonymous

τρισάωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάωρος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἄωρος]], ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.
|lstext='''τρισάωρος''': -ον, ὁ τρὶς [[ἄωρος]], ὁ παντάπασιν ἀώρως ἀποθανών, Θεύδοτε... αἰνόλινε, τρισάωρε Ἀνθ. Π. 7. 527.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait hors de saison.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ἄωρος]]¹.
}}
}}