Anonymous

σκώληξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκώληξ''': -ηκος, ὁ, «σκουλῆκι», [[μάλιστα]] ὁ [[σκώληξ]] τῆς γῆς, Λατ. lumbricus, [[ὥστε]] [[σκώληξ]] ἐπὶ γαίης κεῖτο ταθεὶς Ἰλ. Ν. 654. 2) τὰ ἔμβρυα τῶν ἐντόμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀποσπ. 503, Νικοφῶν ἐν «Ἀφρ.» 1· ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ [[ζῷον]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾠόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5. 3, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2 κἑξ., κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ σκωλήκων τῶν ἐν τῇ κόπρῳ, ἐν σεσηπυίαις ὕλαις, ἐν δένδροις καὶ τῷ ξύλῳ, [[αὐτόθι]] 5. 19, 3., 9. 19, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 6, κτλ. 4) ἐν ζῴοις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 10, κ. ἀλλ. 5) ὁ μεταξοσκώληξ ἢ [[βόμβυξ]], Εὐστ. Πονημάτ. 304. 70. 6) μεταφορ., οἱ κόλακές εἰσι.. οὐσίας σκώληκες Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. τὸ [[νῆμα]] τὸ ἐκ τῆς ἠλακάτης («ῥόκας») ἐξελισσόμενον, Ἐπιγέν. ἐν «Ποντ.» 1. ΙΙΙ. Αἰολ. ἀντὶ [[κολόκυμα]], Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 8· πρβλ. Α. Β. 62. 20, Ἡσύχ., Φώτ. IV. [[πλακούντιον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] σκώληκος, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 10. V. σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος, [[ὡσαύτως]] [[ἄντλος]], Ἡσύχ.
|lstext='''σκώληξ''': -ηκος, ὁ, «σκουλῆκι», [[μάλιστα]] ὁ [[σκώληξ]] τῆς γῆς, Λατ. lumbricus, [[ὥστε]] [[σκώληξ]] ἐπὶ γαίης κεῖτο ταθεὶς Ἰλ. Ν. 654. 2) τὰ ἔμβρυα τῶν ἐντόμων, Ἀριστοφ. Σφ. 1111, Ἀποσπ. 503, Νικοφῶν ἐν «Ἀφρ.» 1· ἐξ οὗ ὅλου ὅλον γίνεται τὸ [[ζῷον]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ᾠόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 5. 3, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 2 κἑξ., κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ σκωλήκων τῶν ἐν τῇ κόπρῳ, ἐν σεσηπυίαις ὕλαις, ἐν δένδροις καὶ τῷ ξύλῳ, [[αὐτόθι]] 5. 19, 3., 9. 19, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 6, κτλ. 4) ἐν ζῴοις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 10, κ. ἀλλ. 5) ὁ μεταξοσκώληξ ἢ [[βόμβυξ]], Εὐστ. Πονημάτ. 304. 70. 6) μεταφορ., οἱ κόλακές εἰσι.. οὐσίας σκώληκες Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. τὸ [[νῆμα]] τὸ ἐκ τῆς ἠλακάτης («ῥόκας») ἐξελισσόμενον, Ἐπιγέν. ἐν «Ποντ.» 1. ΙΙΙ. Αἰολ. ἀντὶ [[κολόκυμα]], Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 8· πρβλ. Α. Β. 62. 20, Ἡσύχ., Φώτ. IV. [[πλακούντιον]] ἔχον τὸ [[σχῆμα]] σκώληκος, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 10. V. σωρὸς ἡλωνισμένου γεννήματος, [[ὡσαύτως]] [[ἄντλος]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ηκος (ὁ) :<br /><b>1</b> ver de terre, <i>spéc.</i> ceux qui rongent les cadavres;<br /><b>2</b> larve d’insecte.<br />'''Étymologie:''' R. Σκαρ, se mouvoir çà et là ; cf. [[σκαίρω]], [[σκιρτάω]].
}}
}}