Anonymous

χορτασία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορτᾰσία''': ἡ, τὸ χορτάζεσθαι, [[χορτασμός]], [[πλήρωσις]], κοιλίας Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΔ΄, 15)· εἰς χορτασίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 17. 2) φαγητὸν χορταστικόν, Ἀνθ. Π. 11. 313.
|lstext='''χορτᾰσία''': ἡ, τὸ χορτάζεσθαι, [[χορτασμός]], [[πλήρωσις]], κοιλίας Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΔ΄, 15)· εἰς χορτασίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5128. 17. 2) φαγητὸν χορταστικόν, Ἀνθ. Π. 11. 313.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’engraisser, de rassasier;<br /><b>2</b> embonpoint.<br />'''Étymologie:''' [[χορτάζω]].
}}
}}