Anonymous

ὑπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεξέρχομαι''': ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]] κάτωθέν τινος· [[ἐξέρχομαι]] κρυφίως, ἀποσύρομαι [[ἀπομακρύνομαι]], Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 3 34· πρβλ. [[ὑπεξίστημι]] ΙΙ. 2· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., [[μένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀποφεύγω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ [[ἐγκαταλείπω]] τὴν [[κατοικία]] μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
|lstext='''ὑπεξέρχομαι''': ἀποθ. μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., [[ἐξέρχομαι]] κάτωθέν τινος· [[ἐξέρχομαι]] κρυφίως, ἀποσύρομαι [[ἀπομακρύνομαι]], Θουκ. 4. 74., 8. 70· Μέγαράδε, Ἀθήναζε Ἀνδοκ. 3. 10, Δημ. 1380. 15· πόλεως Πλουτ. Ποπλικ. 7 ὑπ. τοῦ λέγοντος Πλάτ. Θεαίτ. 182D· -σπανίως μετ’ αἰτιατ. προσ., ἀποσύρομαι ἔκ τινος, [[ἐκφεύγω]], Θουκ. 3 34· πρβλ. [[ὑπεξίστημι]] ΙΙ. 2· - [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ., [[μένω]] [[μακράν]] τινος, [[ἀποφεύγω]] τι, Πλάτ. Νόμ. 865Ε. 2) ἐγείρομαι καὶ [[ἐγκαταλείπω]] τὴν [[κατοικία]] μου, μετοικίζομαι, Ἡρόδ. 1. 73., 8. 36. ΙΙ. [[ἐξέρχομαι]] εἰς συνάντησιν, ὁ αὐτ. 1. 176 (Βεκκῆρ. ἐπεξ-).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se retirer secrètement : τινα se soustraire à qqn;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> émigrer;<br /><b>3</b> sortir pour rencontrer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐξέρχομαι]].
}}
}}