3,276,901
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῠτάλη''': [ᾰ], ἡ, [[ῥάβδος]], [[ῥόπαλον]], [[κορύνη]], «ματσοῦκα», Διόδ. 3. 8· σκ. [[ἀγριέλαιος]], τὸ [[ῥόπαλον]] τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Π. 9. 237· πρβλ. [[σκύταλον]]· - ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐν Σπάρτῃ ἐκαλεῖτο οὕτω [[ῥάβδος]] κυλινδρικὴ χρησιμεύουσα πρὸς γραφὴν μυστικῶν παραγγελιῶν, οὕτω: - περιείλισσον ἱμάντα ἐκ δέρματος λοξῶς περὶ αὐτὴν καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἔγραφον τὴν παραγγελίαν κατὰ [[μῆκος]], [[ὥστε]] ἦτο ἀδύνατον νὰ νοηθῶσι τὰ γεγραμμένα ἐκτυλισσομένου τοῦ ἱμάντος· οἱ δὲ ἀποδημοῦντες στρατηγοὶ εἶχον ῥάβδον τοῦ [[αὐτοῦ]] πάχους καὶ οὕτω τυλίσσοντες ἐπ’ αὐτὴν τὸν ἱμάντα ἠδύναντο νὰ ἀναγνώσωσι τὰ γεγραμμένα· - [[ἐντεῦθεν]] [[σκυτάλη]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ παραγγελίαν τῶν ἐν Σπάρτῃ ἀρχῶν, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 991, Πλουτ. Λύσανδρ. 19, Α. Γέλλ. 17. 9· καὶ [[καθόλου]], [[παραγγελία]], [[ἄγγελμα]], ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ τὸν φέροντα τὴν ᾠδὴν [[αὐτοῦ]] σκυτάλα Μοισᾶν, Ο. 6. 154, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει τὴν φράσιν ἀχνυμένη [[σκυτάλη]] ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (Ἀποσπ. 82), πρβλ. Πλούτ. 2. 152Ε· - ἡ σκυτάλης [[περιτροπή]], ἐπὶ κόπου ματαίου (ἴδε ἐν λέξ. [[ὕπερος]]), Πλάτ. Θεαίτ. 209D. 2) [[ῥάβδος]], [[ξύλον]], [[οἷον]] τὸ [[ξύλον]] φορείου, Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 4). 3) κανὼν δι’ οὗ «ἔκοπτον» τὸν ἐντὸς μέτρου σῖτον καὶ ἰσοπέδωνον αὐτὸν πρὸς τὰ χείλη τοῦ μέτρου, «κόφτρα», [[Πολυδ]]. Δ΄, 170. 4) ξύλινον [[πινάκιον]] ἢ [[ἀβάκιον]] ἐπὶ βαλλαντίου ἢ σακκιδίου χρημάτων, κτλ., Διόδ. 13. 106. 5) [[ταινία]] ἢ [[ῥάβδος]] ἐκ μετάλλου, Ἡλιόδ. 9. 15. ΙΙ. βλαστὸς ἢ παραφυὰς ἀπὸ τοῦ κορμοῦ, Γεωπ. 9. 11, 4, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[κύλινδρος]] ἐφ’ οὗ κυλινδούμενα μεγάλα βάρη μετακινοῦνται, Ἀριστ. Μηχαν. 9. 1., 11, 1· οὕτω Λατ. scutula παρὰ τῷ Καίσ. ἐν Γαλ. Πολ. 3. 40. IV. [[ὄφις]] ἔχων τὸ αὐτὸ [[πάχος]] καὶ στρογγυλότητα, Νικ. Θηρ. 384. 2) [[ἰχθὺς]] [[ὅμοιος]] κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Ὀππ. Ἁλ. 1.184. V. = [[φάλαγξ]] ΙΙΙ, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 126, Ἡσύχ. | |lstext='''σκῠτάλη''': [ᾰ], ἡ, [[ῥάβδος]], [[ῥόπαλον]], [[κορύνη]], «ματσοῦκα», Διόδ. 3. 8· σκ. [[ἀγριέλαιος]], τὸ [[ῥόπαλον]] τοῦ Ἡρακλέους, Ἀνθ. Π. 9. 237· πρβλ. [[σκύταλον]]· - ἰδιαίτεραι χρήσεις: 1) ἐν Σπάρτῃ ἐκαλεῖτο οὕτω [[ῥάβδος]] κυλινδρικὴ χρησιμεύουσα πρὸς γραφὴν μυστικῶν παραγγελιῶν, οὕτω: - περιείλισσον ἱμάντα ἐκ δέρματος λοξῶς περὶ αὐτὴν καὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]] ἔγραφον τὴν παραγγελίαν κατὰ [[μῆκος]], [[ὥστε]] ἦτο ἀδύνατον νὰ νοηθῶσι τὰ γεγραμμένα ἐκτυλισσομένου τοῦ ἱμάντος· οἱ δὲ ἀποδημοῦντες στρατηγοὶ εἶχον ῥάβδον τοῦ [[αὐτοῦ]] πάχους καὶ οὕτω τυλίσσοντες ἐπ’ αὐτὴν τὸν ἱμάντα ἠδύναντο νὰ ἀναγνώσωσι τὰ γεγραμμένα· - [[ἐντεῦθεν]] [[σκυτάλη]] κατήντησε νὰ σημαίνῃ παραγγελίαν τῶν ἐν Σπάρτῃ ἀρχῶν, Θουκ. 1. 131, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 991, Πλουτ. Λύσανδρ. 19, Α. Γέλλ. 17. 9· καὶ [[καθόλου]], [[παραγγελία]], [[ἄγγελμα]], ὡς ὁ Πίνδ. καλεῖ τὸν φέροντα τὴν ᾠδὴν [[αὐτοῦ]] σκυτάλα Μοισᾶν, Ο. 6. 154, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει τὴν φράσιν ἀχνυμένη [[σκυτάλη]] ἐκ τοῦ Ἀρχιλ. (Ἀποσπ. 82), πρβλ. Πλούτ. 2. 152Ε· - ἡ σκυτάλης [[περιτροπή]], ἐπὶ κόπου ματαίου (ἴδε ἐν λέξ. [[ὕπερος]]), Πλάτ. Θεαίτ. 209D. 2) [[ῥάβδος]], [[ξύλον]], [[οἷον]] τὸ [[ξύλον]] φορείου, Ἑβδ. (Ἔξ. Λ΄, 4). 3) κανὼν δι’ οὗ «ἔκοπτον» τὸν ἐντὸς μέτρου σῖτον καὶ ἰσοπέδωνον αὐτὸν πρὸς τὰ χείλη τοῦ μέτρου, «κόφτρα», [[Πολυδ]]. Δ΄, 170. 4) ξύλινον [[πινάκιον]] ἢ [[ἀβάκιον]] ἐπὶ βαλλαντίου ἢ σακκιδίου χρημάτων, κτλ., Διόδ. 13. 106. 5) [[ταινία]] ἢ [[ῥάβδος]] ἐκ μετάλλου, Ἡλιόδ. 9. 15. ΙΙ. βλαστὸς ἢ παραφυὰς ἀπὸ τοῦ κορμοῦ, Γεωπ. 9. 11, 4, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. [[κύλινδρος]] ἐφ’ οὗ κυλινδούμενα μεγάλα βάρη μετακινοῦνται, Ἀριστ. Μηχαν. 9. 1., 11, 1· οὕτω Λατ. scutula παρὰ τῷ Καίσ. ἐν Γαλ. Πολ. 3. 40. IV. [[ὄφις]] ἔχων τὸ αὐτὸ [[πάχος]] καὶ στρογγυλότητα, Νικ. Θηρ. 384. 2) [[ἰχθὺς]] [[ὅμοιος]] κατὰ τὸ [[σχῆμα]], Ὀππ. Ἁλ. 1.184. V. = [[φάλαγξ]] ΙΙΙ, Τζέτζ. Ἱστ. 9, 126, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />bâton, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> bâton à gros bout;<br /><b>2</b> <i>à Sparte</i> scytale, bâton d’une grosseur déterminée sur lequel on enroulait les lanières servant à écrire les dépêches d’État ; illisible une fois déroulée, la dépêche ne pouvait être lue que roulée de nouveau sur un bâton de même grosseur ; <i>p. ext.</i> dépêche, message, nouvelle;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> sorte de gros serpent.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> scutula. | |||
}} | }} |