Anonymous

συνέπαινος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
|lstext='''συνέπαινος''': -ον, ὁ συνεπαινῶν, ἀποδεχόμενος, ἐπιδοκιμάζων τι, συν. [[εἶναι]], συνεπαινεῖν, συνεπιδοκιμάζειν, τινι Ἡρόδ. 3. 119· ἀπολ., 5. 20, 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., 7. 15.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est d’accord avec, qui approuve.<br />'''Étymologie:''' [[συνεπαινέω]].
}}
}}