Anonymous

λακέρυζα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰκέρυζα''': ἡ, (√ΛΑΚ, [[λάσκω]]) ἡ κραυγάζουσα, κράζουσα, λ. [[κορώνη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρν. 609· [[λακέρυζα]] [[κύων]], ὑλακτοῦσα σκύλλα, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. Πολ. 607Β· - τὸ ἀρσεν. λακέρυζος ἐπηνώρθωσεν ὁ Toup ἐν Ἀνθ. Π. 9. 317 ἀντὶ τοῦ λακόρυζος. Ἡσύχ.
|lstext='''λᾰκέρυζα''': ἡ, (√ΛΑΚ, [[λάσκω]]) ἡ κραυγάζουσα, κράζουσα, λ. [[κορώνη]] Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 745, Ἀριστοφ. Ὄρν. 609· [[λακέρυζα]] [[κύων]], ὑλακτοῦσα σκύλλα, Ποιητὴς παρὰ Πλάτ. Πολ. 607Β· - τὸ ἀρσεν. λακέρυζος ἐπηνώρθωσεν ὁ Toup ἐν Ἀνθ. Π. 9. 317 ἀντὶ τοῦ λακόρυζος. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />qui crie.<br />'''Étymologie:''' R. Λακ, résonner.
}}
}}