Anonymous

μυλικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῠλικός''': -ή, -όν, ([[μύλη]]) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, [[λίθος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: [[κάνθων]] μ., [[ἐργαστήριον]] μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., [[φάρμακον]] πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.
|lstext='''μῠλικός''': -ή, -όν, ([[μύλη]]) ὁ εἰς μύλον ἀνήκων ἢ ἁρμόζων, [[λίθος]] Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 42: [[κάνθων]] μ., [[ἐργαστήριον]] μυλ. Ἐκκλ. ΙΙ. ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τοὺς γομφίους ὀδόντας, ἡ μ., [[φάρμακον]] πρὸς ὀδονταλγίαν, Ἀλεξ. Τραλλ. 3. 214.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de meule, de moulin;<br /><b>2</b> qui concerne les molaires.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].
}}
}}