Anonymous

ὄφλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄφλημα''': τό, ([[ὀφλεῖν]]) [[πρόστιμον]] ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν [[δίκη]], Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - [[χρέος]], ἀπαιτῶν γὰρ [[παρά]] τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον [[εἶναι]] καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ [[ὄφλημα]] Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «[[ὄφλημα]]· χρώστημα».
|lstext='''ὄφλημα''': τό, ([[ὀφλεῖν]]) [[πρόστιμον]] ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν [[δίκη]], Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - [[χρέος]], ἀπαιτῶν γὰρ [[παρά]] τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον [[εἶναι]] καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ [[ὄφλημα]] Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «[[ὄφλημα]]· χρώστημα».
}}
{{bailly
|btext=ήματος (τό) :<br /><b>1</b> dette;<br /><b>2</b> amende.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφλισκάνω]].
}}
}}