Anonymous

παρυφαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρῠφαίνω''': [[ὑφαίνω]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες [[πανταχόθεν]] ὡς παρυφὴν ἄοπλον [[πλῆθος]], ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς [[ὄχλος]] δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ..[[πόρος]], [[εἶναι]] παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. [[ὑπερέχω]] εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.
|lstext='''παρῠφαίνω''': [[ὑφαίνω]] πλησίον ἢ κατὰ [[μῆκος]] τινός, ἐσθὴς παρυφασμένη, ἔχουσα παρυφήν, Διόδ. 12. 21· ὅπλα παρυφασμένα, ὁπλῖται περιβάλλοντες [[πανταχόθεν]] ὡς παρυφὴν ἄοπλον [[πλῆθος]], ὑπὸ δὲ τῶν παρυφασμένων ὅπλων πᾶς [[ὄχλος]] δεινὸς φαίνεται Ξεν. Κύρ. 5. 4, 48, παρύφανται..τῷ στομάχῳ..[[πόρος]], [[εἶναι]] παρυφασμένος εἰς τὸν στόμαχον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4, 4, 19, πρβλ. π. Ζ. Μ. 4. 2, 1. ΙΙ. [[ὑπερέχω]] εἰς τὸ ὑφαίνειν, ὅρα καὶ τὴν ἀράχνην ὑφαίνουσαν ἐκ γειτόνων, εἰ μὴ παρυφαίνῃ καὶ τὴν Πηνελόπην Φιλόστρ. 853.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> brocher dans un tissu ; <i>part. pf. Pass.</i> παρυφασμένος entremêlé d’une trame de fils différents;<br /><b>2</b> broder le long de ; <i>fig.</i> border tout au long.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὑφαίνω]].
}}
}}