3,274,916
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | |lstext='''πατρᾰλοίας''': γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· ([[ἀλοιάω]])· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν [[ἑαυτοῦ]] πατέρα, [[πατροκτόνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />meurtrier de son père, parricide.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[ἀλοιάω]]. | |||
}} | }} |