Anonymous

νυκτιφαής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐφαής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λάμπων, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1116Α, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10˙ οὕτω, [[νυκτοφαής]], Νόνν. Δ. 44. 218.
|lstext='''νυκτῐφαής''': -ές, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λάμπων, Παρμεν. παρὰ Πλουτ. 2. 1116Α, Ὀρφ. Ὕμν. 53. 10˙ οὕτω, [[νυκτοφαής]], Νόνν. Δ. 44. 218.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui brille pendant la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[φάος]].
}}
}}