Anonymous

νέκρωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέκρωσις''': ἡ, [[ἀπονέκρωσις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. [[ἀπονέκρωσις]]. ΙΙ. [[θάνατος]] ἢ νεκρικὴ [[κατάστασις]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.
|lstext='''νέκρωσις''': ἡ, [[ἀπονέκρωσις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. [[ἀπονέκρωσις]]. ΙΙ. [[θάνατος]] ἢ νεκρικὴ [[κατάστασις]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> mortification;<br /><b>2</b> mort.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρόω]].
}}
}}