3,274,754
edits
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1. | |lstext='''ἐνδέω''': (Α): μέλλ. -δήσω, δένω τι ἔν τινι ἢ ἐπί τινος, ἐν δ᾿ ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ᾿ ἐνέδησεν ἐν αὐτῇ Ὀδ. Ε. 260 εἴς τι Πλάτ. Τίμ. 43Α· συχνότερ., τί τινι Ἀριστοφ. Ἀχ. 929, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., ἐνεδήσατο δεσμῷ Θεόκρ. 24. 27· συκοφάντην ἔξαγε [[ὥσπερ]] κέραμον ἐνδησάμενος, περιδέσας, ἐντυλίξας, περικαλύψας, Ἀριστ. Ἀχ. 905. - Παθ., ἱρὰ ἐνδεδεμένα ἐν καλάμῃ Ἡρόδ. 4. 33· ἐνδεθῆναι εἰς [[σῶμα]] ἢ ἐν τῷ σώματι Πλάτ. Φαίδ. 81Ε, 92Α· ἐνδεδεμένα ἄστρα, ἀπλανεῖς ἀστέρες, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 8, 7. ΙΙ. μεταφ., Ζεύς με... ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ, μὲ περιέπλεξεν εἰς βαρεῖαν ἄτην, Ἰλ. Β. 111, Ι. 18· τὸ [[χωρίον]] τοῦτο τοῦ Ὁμήρου ἐμιμήθη ὁ Σοφοκλῆς ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολωνῷ (526): κακᾷ μ᾿ εὐνᾷ [[πόλις]] οὐδὲν ἴδριν γάμων ἐνέδησεν ἄτᾳ· [[οὕτως]], ἀναγκαίῃ ἐνδεῖν τινα Ἡρόδ. 1. 11. - Παθ., ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις ὁ αὐτ. 3. 19· ἀναγκαίῃ ὁ αὐτὸς 9. 16· ἐνδεδεμένος εἰς πίστιν τινί, χάριτί τινος Πολύβ. 6. 17, 8., 20. 11, 10· κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων, χρεωμένους, ὁ αὐτὸς 13. 1, 3· νομίσας βεβαίως ἐνδεδέσθαι τὴν Σικελιωτῶν [[ἀρχήν]], ὅτι ἦτο ἐξησφαλισμένη, ὁ αὐτὸς 9. 23, 2: - Μέσ., ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν, συνδέσασα αὐτὸν πρὸς ἐμὲ δι᾿ ὅρκων, Εὐρ. Μήδ. 163· Ἴβηρας εἰς τὴν αὐτῶν πίστιν καὶ φιλίαν ἐνεδήσατο Πολύβ. 10. 34, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐνδήσω;<br />attacher dans, lier dans <i>ou</i> à : [[τι]] ἔν τινι, [[τί]] τινι attacher une chose à une autre ; <i>fig.</i> τινι, [[εἴς]] [[τι]], ἔν τινι lier, attacher, assujettir à qch (à une nécessité, à des lois, à un serment, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> ἐνδεδέσθαι ὁρκίοις HDT être lié par des serments;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι-οῦμαι;<br /><b>1</b> enfermer dans un lien, attacher ; assujettir, fixer solidement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> attacher à soi.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]¹.<br /><span class="bld">2</span><i>f.</i> ἐνδεήσω;<br /><b>1</b> manquer, être en moins;<br /><b>2</b> avoir besoin, manquer de, gén. ; • <i>impers.</i> [[ἐνδεῖ]] besoin est, on a besoin, il y a insuffisance de, on manque de, gén. : πολλῶν ἐνέδει [[αὐτῷ]] XÉN il manquait de beaucoup de choses;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνδέομαι (<i>f.</i> ἐνδεήσομαι, <i>ao.</i> ἐνεδεήθην) manquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[δέω]]². | |||
}} | }} |