Anonymous

νεκρώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς νεκρόν, πρὸς [[πτῶμα]], Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 28, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
|lstext='''νεκρώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς νεκρόν, πρὸς [[πτῶμα]], Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 28, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à un mort, à un cadavre.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], -ωδης.
}}
}}