Anonymous

ὅραμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅρᾱμα''': τό, τὸ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώμενον [[θέαμα]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 12, Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, κ. ἀλλ.· διά τε τὰ δεινὰ ὁράματα καὶ διὰ τὸν φόβον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 66· [[ἐμφάνισις]] τῶν θεῶν ἐν ὁρατῇ μορφῇ, Ἀριστείδ. 1. 38. 2) τὸ ἐν ἐκστάσει ἢ καθ’ ὕπνους ὁρώμενον, [[ὀπτασία]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 1, ΜϚ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 10, κ. ἀλλ., Κλημέντια 397Β, κλ. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως, [[θεωρία]], τὸ ὅρ. Θάλεω (Camer. ὥρημα ἢ [[εὕρημα]]) Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 12. ― Ἐντεῦθεν ὁρᾱμᾰτίζομαι, -τισμός, -τιστής, Ἀκύλας καὶ Συμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''ὅρᾱμα''': τό, τὸ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν ὁρώμενον [[θέαμα]], Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 3, 12, Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, κ. ἀλλ.· διά τε τὰ δεινὰ ὁράματα καὶ διὰ τὸν φόβον Ξεν. Κύρ. 3. 3, 66· [[ἐμφάνισις]] τῶν θεῶν ἐν ὁρατῇ μορφῇ, Ἀριστείδ. 1. 38. 2) τὸ ἐν ἐκστάσει ἢ καθ’ ὕπνους ὁρώμενον, [[ὀπτασία]], Ἑβδ. (Γένεσ. ΙΕ΄, 1, ΜϚ΄, 2), Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 10, κ. ἀλλ., Κλημέντια 397Β, κλ. ΙΙ. ἀντικείμενον σκέψεως, [[θεωρία]], τὸ ὅρ. Θάλεω (Camer. ὥρημα ἢ [[εὕρημα]]) Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 12. ― Ἐντεῦθεν ὁρᾱμᾰτίζομαι, -τισμός, -τιστής, Ἀκύλας καὶ Συμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ὁράματος (τό) :<br />ce que l’on voit, spectacle.<br />'''Étymologie:''' [[ὁράω]].
}}
}}