Anonymous

ἡδυεπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυεπής''': Δωρ. ἁδυ-, ές, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· [[ἡδέως]] ἠχῶν, [[λύρα]] Πινδ. Ο. 10 (11). 114· [[ὕμνος]] ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
|lstext='''ἡδυεπής''': Δωρ. ἁδυ-, ές, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· [[ἡδέως]] ἠχῶν, [[λύρα]] Πινδ. Ο. 10 (11). 114· [[ὕμνος]] ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au doux parler, au doux langage.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[ἔπος]].
}}
}}