Anonymous

πάγκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάγκαρπος''': -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· [[πλούσιος]] εἰς παντοειδεῖς καρπούς, [[πλήρης]] καρπῶν, [[φυτόν]], χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) [[μεστός]], [[πλήρης]] καρποῦ, [[δάφνη]] Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[χαμαιλέων]], Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.
|lstext='''πάγκαρπος''': -ον, ὁ ἐκ παντὸς εἴδους καρπῶν, θύματα Σοφ. Ἠλ. 635· [[πλούσιος]] εἰς παντοειδεῖς καρπούς, [[πλήρης]] καρπῶν, [[φυτόν]], χθὼν Πινδ. Π. 9. 101, Ι. 4. 7. γονὴ π., παραγωγὴ παντὸς εἴδους καρπῶν, Πλάτ. Ἀξ. 371C· μεταφορ., π. ἀοιδὴ Ἀνθ. Π. 4. 1, 1· ― πάγκαρπον, τό, ὡς ἐπιγραφὴ βιβλίου, Γελλ. Προοίμ. 8. 2) [[μεστός]], [[πλήρης]] καρποῦ, [[δάφνη]] Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ [[χαμαιλέων]], Διοσκ. (Νόθ.) 3. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui consiste en une offrande de toutes sortes de fruits (sacrifice);<br /><b>2</b> fécond, fertile, couvert de baies (laurier).<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[καρπός]].
}}
}}