3,273,093
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχος''': ὁ, (ἔχω) τὸ φέρον τι, [[ὄχημα]], Λατιν. vehiculum, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν ἑτεροκλ. οὐδ. πληθ. τύπῳ ὄχεα, τά, καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτι ἅρματος, ἐξ ὀχέων Ἰλ. Δ. 419, κτλ. (οὕτω Πινδ. Ο. 4. 20, Π. 9. 18)˙ καὶ ἐν ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], -φιν, Ἰλ. Δ. 297., Ε. 28, 107, κλ.˙ ἀκολούθως καὶ ἀρσ. πληθυντ., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 19˙ ἐπ’ εὐκύκλοις ὄχοις, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 710, καὶ συχνότερ. παρ’ Εὐρ.˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 6. 40 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄκχος, ἴδε ἐν λ. [[ὄφις]]), Ἡρόδ. 8. 124, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070, κλ.˙ [[περίφρασις]]: ἅρματος [[ὄχος]] = [[ὄχημα]], Εὐρ. Ἱππ. 1166, Ι. Τ. 370˙ - [[ὄχος]] [[ταχυήρης]], ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 33˙ πρβλ. [[ὄχημα]]. 2) τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης, οἱ ταχεῖς, οἱ στρογγύλοι φορεῖς τῆς ἁμάξης, δηλ. οἱ τροχοί, Εὐρ. Ι. Α. 146, πρβλ. Φοιν. 1190. ΙΙ. τὸ περιέχον ἢ περιλαμβάνον τι, [[νηῶν]] ὄχοι, λιμένες, Ὀδ. Ε. 404, Ὀρφ. Ἀργ. 1198. | |lstext='''ὄχος''': ὁ, (ἔχω) τὸ φέρον τι, [[ὄχημα]], Λατιν. vehiculum, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. ἐν ἑτεροκλ. οὐδ. πληθ. τύπῳ ὄχεα, τά, καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἔτι ἅρματος, ἐξ ὀχέων Ἰλ. Δ. 419, κτλ. (οὕτω Πινδ. Ο. 4. 20, Π. 9. 18)˙ καὶ ἐν ποιητ. δοτ. [[ὄχεσφι]], -φιν, Ἰλ. Δ. 297., Ε. 28, 107, κλ.˙ ἀκολούθως καὶ ἀρσ. πληθυντ., ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 19˙ ἐπ’ εὐκύκλοις ὄχοις, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 710, καὶ συχνότερ. παρ’ Εὐρ.˙ - [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἑνικ., Πινδ. Ο. 6. 40 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ ὄκχος, ἴδε ἐν λ. [[ὄφις]]), Ἡρόδ. 8. 124, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1070, κλ.˙ [[περίφρασις]]: ἅρματος [[ὄχος]] = [[ὄχημα]], Εὐρ. Ἱππ. 1166, Ι. Τ. 370˙ - [[ὄχος]] [[ταχυήρης]], ἐπὶ πλοίου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 33˙ πρβλ. [[ὄχημα]]. 2) τρόχαλοι ὄχοι ἀπήνης, οἱ ταχεῖς, οἱ στρογγύλοι φορεῖς τῆς ἁμάξης, δηλ. οἱ τροχοί, Εὐρ. Ι. Α. 146, πρβλ. Φοιν. 1190. ΙΙ. τὸ περιέχον ἢ περιλαμβάνον τι, [[νηῶν]] ὄχοι, λιμένες, Ὀδ. Ε. 404, Ὀρφ. Ἀργ. 1198. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> réceptacle, abri : λιμένες [[νηῶν]] ὄχοι OD des ports qui retiennent <i>ou</i> abritent les navires;<br /><b>2</b> tout ce qui sert à transporter, véhicule ; <i>p. ext.</i> char, navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]].<br /><span class="bld">2</span><i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />char, <i>d’ord. au plur. pour désigner un seul char</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |