Anonymous

περισσός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισσός''': μεταγεν. Ἀττ. [[περιττός]], ή, όν· (σχηματισθὲν ἐκ τῆς [[περί]], ὡς τὸ ἕπισσαι ἐκ τῆς ἐπί, [[μέτασσαι]] ἐκ τῆς μετά, Ἄμφισσα ἐκ τῆς [[ἀμφί]])· ― ὁ ὑπερβαίνων τὸν συνήθη ἀριθμὸν ἢ τὸ σύνηθες [[μέγεθος]], ὑπερβάλλων, [[μέγας]], δῶρα Ἡσ. Θ. 399 ([[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ.)· [[ὦμος]] Τραγικ. παρὰ Σχολ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1375· περὶ τοῦ περισσᾶς ἐν Πινδ. Π. 2. 167, ἴδε ἐν λ. [[ἕλκω]] Β. 3. 2) ὁ ἐκτὸς τοῦ συνήθους, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης, ἐὰν ἔχῃ ἔξοχόν τι [[χάρισμα]] σοφίας, Θέογν. 767· εἰ φρονέεις καί τι περισσὸν ἔχεις Φιλίσκ. παρὰ Πλουτ. 2. 836C· π. [[λόγος]] Σοφ. Ο. Τ. 841· [[ἄγρα]] Εὐρ. Βάκχ. 1197· [[πάθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 791· οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ’ ἔξω λόγου πέπονθας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 437· περισσότερα ἀτυχήματα Ἀντιφῶν 124. 35· π. καὶ τερατώδη Ἰσοκρ. 248C· ἴδια καὶ π. ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 155· π. καὶ θαυμαστὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 5· [[πρᾶξις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 26· οὐθὲν δὴ λέγων π. φαίνεταί τι λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 20· περιττοτάτη [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 1· τὸ συνανθρωπίζον... πάντων περισσότατον, ἐπὶ τοῦ κυνός, Ἀθήν. 611Β· τὸ περιττόν, ὡς [[ἴδιον]] τῶν τοῦ Σωκράτους λόγων, τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], [[θαυμάσιος]], [[μέγας]], [[σπουδαῖος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ μεγάλῃ παιδείᾳ, π. ὢν ἀνὴρ Εὐρ. Ἱππ. 948, πρβλ. Βάκχ. 429· τούς... π. καί τι πράσσοντας πλέον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 786· π. καὶ φρονοῦντα... μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 445· δυστυχεῖς [[εἶναι]] τοὺς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 13· π. γένος τῶν μελιττῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Ζεν. 3. 10, 13· ― [[συχν]]. προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, π. κατὰ φιλοσοφίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 30. 1, 1· περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος, κἄπως [[παράδοξος]] ἢ [[ἰδιογνώμων]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8, 1· π. τῇ φύσει ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29· κάλλει, φρονήσει, κτλ., Πλουτ. Δημήτρ. 2· ἐν ἅπασι ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3· τὴν ὥραν, τὴν σοφίαν Ἀλκίφρων 1. 12, Συνέσ. 89Α· μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18. 4) [[μετὰ]] γεν., περισσὸς ἄλλων [[πρός]] τι, [[ὑπὲρ]] τοὺς ἄλλους κατά..., Σοφ. Ἠλ. 155· π. τούτων ἁμαρτεῖν Ἀντιφῶν 124. 35· θύσει τοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλείτερα τούτου, Ἀνθ. Π. 6. 321· περιττότερος προφήτου, μεγαλείτερος ἤ..., Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια´, 9. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[περιττός]], τὰς περιττὰς (δαπάνας) ἀφαιρεῖν διανοῇ Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 6· περιττὸν ἔχειν, ἔχειν [[περίσσευμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 31· οἱ μέν... περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα... ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 20, 1· καὶ [[μετὰ]] γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά, περισσότερα παρ’ ὅσα χρειάζονται, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 2, 21· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασ., οἱ π. ἱππεῖς, οἱ ἐν τῇ ἐφεδρείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8, 14· οἱ π. τῆς φυλακῆς [[αὐτόθι]] 7, 7· π. σκηναί, πλεονάζουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 6, 12· ἢν ἐπὶ πολλοὺς τεταγμένοι προσάγωμεν περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι καὶ τοῖς περιττοῖς χρήσονται ὅ,τι ἂν βούλωνται ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 8, 11, πρβλ. Κύρ. 6. 3, 20· τὸ π., τὸ [[περίσσευμα]], κατάλοιπον, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 13· Ἁρπυιῶν τὰ περιττά, τὰ περιττώματα, Ἀνθ. Π. 11. 239. 2) ἐπὶ κακῆς σημασ., [[περιττός]], [[ἀνωφελής]], [[ἄχρηστος]], οὐδὲν κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Ἐμπεδ. 166· [[μόχθος]] π. Αἰσχύλ. Πρ. 383, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 780· π. κἀνότητα σώματα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 758· βάρος γῆς π. ἀναστρωφώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· τὰ γὰρ π. [[πανταχοῦ]] λυπήρ’ ἔπη [[αὐτόθι]] 103· αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1043· π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι Εὐρ. Μήδ. 819· π. φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 459. 3) [[ὑπερβολικός]], παρὰ [[πολύς]], [[ἄχθος]] Σοφ. Ἠλ. 1241· περισσὰ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶσθαι περιττὰ πράγματα, Ἡρόδ. 2. 32· περισσὰ δρᾶν, πολυπραγμονεῖν, Σοφ. Τρ. 617· τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Ἀντ. 68· τί περισσὰ φρονεῖς; [[ὅλως]] ἰδιάζοντα, Εὐρ. 916· π. αὕτη [[ἐπιμέλεια]] τοῦ σώματος Πλάτ. Πολ. 407Β· [[μῆκος]] πολὺ λόγων π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 645C· [[ὡσαύτως]] [[περιττός]], [[ἄχρηστος]], οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, κτλ.· καὶ ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ, Πλούτ. 2. 615D· περισσοτέρα [[λύπη]] Β´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β´, 7· τοῦ τὰ δέοντ’ ἔχειν περιττὰ μισῶ, [[ὅταν]] ἔχω τὰ δέοντα, μισῶ τὰ περιττά, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 2, 2, κτλ. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁ διαφέρων τῶν ἄλλων, ὁ μὴ [[συνήθης]], ἀλλ’ ἐκτάκτου χαρακτῆρος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα Εὐρ. Ἱππ. 445· ὁ [[πολυπράγμων]] καὶ π. Πολύβ. 9. 1, 4· ἀκριβὴς καὶ π. τὴν θεραπείαν Πλουτ. Κικ. 8· ― [[οὕτως]] ἐπὶ ῥητόρων, π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Αἰσχίν. 16. 41, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 429, καὶ ἴδε ἐν λ. [[περισσολογία]]. 5) ὡς [[λέξις]] ἐπαινετική, εὐφυής, ὀξύνους, [[ὀξύς]], ἀκριβὴς καὶ π. [[διάνοια]] Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 5, πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 47. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., [[ἀριθμὸς]] [[περιττός]], ὁ ἀποτελούμενος ἐκ περιττοῦ ἀριθμοῦ μονάδων, Λατ. impar numerous, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρτιος, Ἐπίχ. 94. 7 Ahr., Πλάτ. Πρωτ. 356Ε, κτλ.· αἱ π. ἡμέραι Ἱππ. Ἀφ. 1251· τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον, ἡ [[φύσις]] τοῦ περιττοῦ καὶ τοῦ ἀρτίου, Πλάτ. Γοργ. 451C, κτλ.· [[ἀρτιάκις]] π. ἀριθμός, [[ἀριθμὸς]] ἄρτιος διαιρέσιμος εἰς δύο περιττοὺς ἀριθμούς, ὡς π. χ. οἱ ἀριθμ. 2, 6, 10, Ἐκκλ. Β. Ἐπίρρ., περισσῶς, [[ὑπερβαλλόντως]], θεοσεβέες π. ἐόντες Ἡρόδ. 2. 37· π. ἐπαινεῖν Εὐρ. Βάκχ. 1197· π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]], ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 295· περισσοτέρως τῶν ἄλλων, πολὺ [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 35Ε· περισσότερον τοῦ ἑνὸς Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκον. 14· [[ὡσαύτως]] περισσά, Πινδ. Ν. 7. 63, Εὐρ. Ἑκ. 579, κτλ. 2) κατὰ ἰδιάζοντα τρόπον, πολυτελέστερον, μεγαλοπρεπέστερον, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινὰ Ἡρόδ. 2. 129· [[οὕτως]], [[οἴκησις]] π. ἐσκευασμένη Πολύβ. 1. 29, 7· περιττότατα ἔχειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 4· κομψῶς καὶ περισσότατα θρησκεύειν, κατὰ τρόπον παραδοξότατον, Δίων Κ. 37. 17· [[ἡδέως]] καὶ π., κατὰ τρόπον ἀσυνήθη, «μοναδικῶς», Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3· ἰδίως καὶ π., [[καινῶς]] καὶ π. Πλουτ. Θησ. 19, κτλ. 3) [[συχν]]. μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲν περισσὸν τούτων Ἀντιφῶν 124. 35· οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Πλάτ. Ἀπολλ. 20C· οὐδὲν π. ἢ εἰ…, κατ’ οὐδένα ἄλλον τρόπον παρὰ ἐάν…, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 4) τὰ περισσά, [[μάτην]], Ἀνθ. Π. 12. 182. ΙΙ. ἐκ περιττοῦ, [[ὡσαύτως]] κεῖται ὡς ἐπίρρ., περιττῶς, ματαίως, Πλάτ. Πρωτ. 338Β, Σοφ. 265Ε, κτλ. 3) [[προσέτι]], ἀκόμη, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 734D, 802D.
|lstext='''περισσός''': μεταγεν. Ἀττ. [[περιττός]], ή, όν· (σχηματισθὲν ἐκ τῆς [[περί]], ὡς τὸ ἕπισσαι ἐκ τῆς ἐπί, [[μέτασσαι]] ἐκ τῆς μετά, Ἄμφισσα ἐκ τῆς [[ἀμφί]])· ― ὁ ὑπερβαίνων τὸν συνήθη ἀριθμὸν ἢ τὸ σύνηθες [[μέγεθος]], ὑπερβάλλων, [[μέγας]], δῶρα Ἡσ. Θ. 399 ([[οὐδέποτε]] παρ’ Ὁμ.)· [[ὦμος]] Τραγικ. παρὰ Σχολ. ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1375· περὶ τοῦ περισσᾶς ἐν Πινδ. Π. 2. 167, ἴδε ἐν λ. [[ἕλκω]] Β. 3. 2) ὁ ἐκτὸς τοῦ συνήθους, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], [[λαμπρός]], [[παράδοξος]], [[θαυμαστός]], εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης, ἐὰν ἔχῃ ἔξοχόν τι [[χάρισμα]] σοφίας, Θέογν. 767· εἰ φρονέεις καί τι περισσὸν ἔχεις Φιλίσκ. παρὰ Πλουτ. 2. 836C· π. [[λόγος]] Σοφ. Ο. Τ. 841· [[ἄγρα]] Εὐρ. Βάκχ. 1197· [[πάθος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 791· οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ’ ἔξω λόγου πέπονθας ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 437· περισσότερα ἀτυχήματα Ἀντιφῶν 124. 35· π. καὶ τερατώδη Ἰσοκρ. 248C· ἴδια καὶ π. ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. § 155· π. καὶ θαυμαστὰ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 7, 5· [[πρᾶξις]] π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 26· οὐθὲν δὴ λέγων π. φαίνεταί τι λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Μεταφ. 9. 1, 20· περιττοτάτη [[φύσις]] ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 1· τὸ συνανθρωπίζον... πάντων περισσότατον, ἐπὶ τοῦ κυνός, Ἀθήν. 611Β· τὸ περιττόν, ὡς [[ἴδιον]] τῶν τοῦ Σωκράτους λόγων, τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. 3) ἐπὶ προσώπων, [[ἔκτακτος]], [[ἔξοχος]], [[θαυμάσιος]], [[μέγας]], [[σπουδαῖος]], [[μάλιστα]] ἐπὶ μεγάλῃ παιδείᾳ, π. ὢν ἀνὴρ Εὐρ. Ἱππ. 948, πρβλ. Βάκχ. 429· τούς... π. καί τι πράσσοντας πλέον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 786· π. καὶ φρονοῦντα... μέγα ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 445· δυστυχεῖς [[εἶναι]] τοὺς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 13· π. γένος τῶν μελιττῶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Ζεν. 3. 10, 13· ― [[συχν]]. προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, π. κατὰ φιλοσοφίαν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 30. 1, 1· περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος, κἄπως [[παράδοξος]] ἢ [[ἰδιογνώμων]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 8, 1· π. τῇ φύσει ὁ αὐτ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29· κάλλει, φρονήσει, κτλ., Πλουτ. Δημήτρ. 2· ἐν ἅπασι ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 3· τὴν ὥραν, τὴν σοφίαν Ἀλκίφρων 1. 12, Συνέσ. 89Α· μετ’ ἀπαρ., Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 18. 4) [[μετὰ]] γεν., περισσὸς ἄλλων [[πρός]] τι, [[ὑπὲρ]] τοὺς ἄλλους κατά..., Σοφ. Ἠλ. 155· π. τούτων ἁμαρτεῖν Ἀντιφῶν 124. 35· θύσει τοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλείτερα τούτου, Ἀνθ. Π. 6. 321· περιττότερος προφήτου, μεγαλείτερος ἤ..., Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια´, 9. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, [[περιττός]], τὰς περιττὰς (δαπάνας) ἀφαιρεῖν διανοῇ Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 6· περιττὸν ἔχειν, ἔχειν [[περίσσευμα]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 6, 31· οἱ μέν... περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα... ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 20, 1· καὶ [[μετὰ]] γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά, περισσότερα παρ’ ὅσα χρειάζονται, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 2, 21· ― [[συχνάκις]] ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασ., οἱ π. ἱππεῖς, οἱ ἐν τῇ ἐφεδρείᾳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 8, 14· οἱ π. τῆς φυλακῆς [[αὐτόθι]] 7, 7· π. σκηναί, πλεονάζουσαι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 6, 12· ἢν ἐπὶ πολλοὺς τεταγμένοι προσάγωμεν περιττεύουσιν ἡμῶν οἱ πολέμιοι καὶ τοῖς περιττοῖς χρήσονται ὅ,τι ἂν βούλωνται ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 8, 11, πρβλ. Κύρ. 6. 3, 20· τὸ π., τὸ [[περίσσευμα]], κατάλοιπον, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 3, 13· Ἁρπυιῶν τὰ περιττά, τὰ περιττώματα, Ἀνθ. Π. 11. 239. 2) ἐπὶ κακῆς σημασ., [[περιττός]], [[ἀνωφελής]], [[ἄχρηστος]], οὐδὲν κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Ἐμπεδ. 166· [[μόχθος]] π. Αἰσχύλ. Πρ. 383, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 780· π. κἀνότητα σώματα ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 758· βάρος γῆς π. ἀναστρωφώμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 682· τὰ γὰρ π. [[πανταχοῦ]] λυπήρ’ ἔπη [[αὐτόθι]] 103· αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1043· π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι Εὐρ. Μήδ. 819· π. φωνεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 459. 3) [[ὑπερβολικός]], παρὰ [[πολύς]], [[ἄχθος]] Σοφ. Ἠλ. 1241· περισσὰ μηχανᾶσθαι, μηχανᾶσθαι περιττὰ πράγματα, Ἡρόδ. 2. 32· περισσὰ δρᾶν, πολυπραγμονεῖν, Σοφ. Τρ. 617· τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα Ἀντ. 68· τί περισσὰ φρονεῖς; [[ὅλως]] ἰδιάζοντα, Εὐρ. 916· π. αὕτη [[ἐπιμέλεια]] τοῦ σώματος Πλάτ. Πολ. 407Β· [[μῆκος]] πολὺ λόγων π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 645C· [[ὡσαύτως]] [[περιττός]], [[ἄχρηστος]], οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Πλάτ. Ἀξίοχ. 365C, κτλ.· καὶ ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ, Πλούτ. 2. 615D· περισσοτέρα [[λύπη]] Β´ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. β´, 7· τοῦ τὰ δέοντ’ ἔχειν περιττὰ μισῶ, [[ὅταν]] ἔχω τὰ δέοντα, μισῶ τὰ περιττά, Ἄλεξ. ἐν «Φιλούσῃ» 2, 2, κτλ. 4) ἐπὶ προσώπων, ὁ διαφέρων τῶν ἄλλων, ὁ μὴ [[συνήθης]], ἀλλ’ ἐκτάκτου χαρακτῆρος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα Εὐρ. Ἱππ. 445· ὁ [[πολυπράγμων]] καὶ π. Πολύβ. 9. 1, 4· ἀκριβὴς καὶ π. τὴν θεραπείαν Πλουτ. Κικ. 8· ― [[οὕτως]] ἐπὶ ῥητόρων, π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Αἰσχίν. 16. 41, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 429, καὶ ἴδε ἐν λ. [[περισσολογία]]. 5) ὡς [[λέξις]] ἐπαινετική, εὐφυής, ὀξύνους, [[ὀξύς]], ἀκριβὴς καὶ π. [[διάνοια]] Ἀριστ. Τοπ. 6. 4, 5, πρβλ. Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 47. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀριθμ., [[ἀριθμὸς]] [[περιττός]], ὁ ἀποτελούμενος ἐκ περιττοῦ ἀριθμοῦ μονάδων, Λατ. impar numerous, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρτιος, Ἐπίχ. 94. 7 Ahr., Πλάτ. Πρωτ. 356Ε, κτλ.· αἱ π. ἡμέραι Ἱππ. Ἀφ. 1251· τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον, ἡ [[φύσις]] τοῦ περιττοῦ καὶ τοῦ ἀρτίου, Πλάτ. Γοργ. 451C, κτλ.· [[ἀρτιάκις]] π. ἀριθμός, [[ἀριθμὸς]] ἄρτιος διαιρέσιμος εἰς δύο περιττοὺς ἀριθμούς, ὡς π. χ. οἱ ἀριθμ. 2, 6, 10, Ἐκκλ. Β. Ἐπίρρ., περισσῶς, [[ὑπερβαλλόντως]], θεοσεβέες π. ἐόντες Ἡρόδ. 2. 37· π. ἐπαινεῖν Εὐρ. Βάκχ. 1197· π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]], ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 295· περισσοτέρως τῶν ἄλλων, πολὺ [[ὑπὲρ]] πάντας τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 35Ε· περισσότερον τοῦ ἑνὸς Λουκ. [[ὑπὲρ]] τῶν Εἰκον. 14· [[ὡσαύτως]] περισσά, Πινδ. Ν. 7. 63, Εὐρ. Ἑκ. 579, κτλ. 2) κατὰ ἰδιάζοντα τρόπον, πολυτελέστερον, μεγαλοπρεπέστερον, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινὰ Ἡρόδ. 2. 129· [[οὕτως]], [[οἴκησις]] π. ἐσκευασμένη Πολύβ. 1. 29, 7· περιττότατα ἔχειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 4· κομψῶς καὶ περισσότατα θρησκεύειν, κατὰ τρόπον παραδοξότατον, Δίων Κ. 37. 17· [[ἡδέως]] καὶ π., κατὰ τρόπον ἀσυνήθη, «μοναδικῶς», Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 3· ἰδίως καὶ π., [[καινῶς]] καὶ π. Πλουτ. Θησ. 19, κτλ. 3) [[συχν]]. μετ’ ἀρνήσεως, οὐδὲν περισσὸν τούτων Ἀντιφῶν 124. 35· οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Πλάτ. Ἀπολλ. 20C· οὐδὲν π. ἢ εἰ…, κατ’ οὐδένα ἄλλον τρόπον παρὰ ἐάν…, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 4) τὰ περισσά, [[μάτην]], Ἀνθ. Π. 12. 182. ΙΙ. ἐκ περιττοῦ, [[ὡσαύτως]] κεῖται ὡς ἐπίρρ., περιττῶς, ματαίως, Πλάτ. Πρωτ. 338Β, Σοφ. 265Ε, κτλ. 3) [[προσέτι]], ἀκόμη, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 734D, 802D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>A.</b> qui dépasse la mesure :<br /><b>I.</b> extraordinaire en grandeur, en grosseur, en beauté :<br /><b>1</b> magnifique, remarquable : [[ἀνήρ]] EUR homme supérieur ; τινι, ἔν τινι PLUT remarquable, distingué en qch;<br /><b>2</b> <i>en parl. de choses</i> important, considérable, extraordinaire : [[λόγος]] [[περισσός]] SOPH langage qui mérite une attention particulière;<br /><b>II.</b> démesurément grand <i>ou</i> nombreux :<br /><b>1</b> démesuré, excessif : τινὸς περισσὸς πρὸς τὸ [[ἄχος]] SOPH qui s’abandonne avec moins de retenue que qqn à sa douleur ; ἀκριβὴς καὶ περιττὸς τὴν περὶ τὸ [[σῶμα]] θεραπείαν PLUT consciencieux à l’excès pour les soins du corps;<br /><b>2</b> superflu ; τὰ περιττά XÉN le superflu ; τὰ περιττὰ [[τῶν]] ἀρκούντων XÉN <i>ou</i> [[τῶν]] ἱκανῶν XÉN plus que nécessaire, plus que suffisant;<br /><b>3</b> inutile, vain;<br /><b>4</b> plus qu’on n’a coutume, extraordinairement. : περιττότερον [[τῶν]] ἄλλων PLAT au delà de ce que font les autres, plus que les autres, autrement que les autres;<br /><b>III.</b> <i>au mor.</i> excessif dans ses sentiments, ses passions :<br /><b>1</b> mauvais à l’excès, dur à l’excès;<br /><b>2</b> orgueilleux, présomptueux;<br /><b>3</b> <i>en parl. de l’habillement et de la parure</i> surchargé, recherché, maniéré;<br /><b>B.</b> qui dépasse la quantité, qui est en surplus, qui reste, de reste ; <i>t. milit.</i> τὸ περριττόν XÉN, τὰ περιττά <i>ou</i> [[οἱ]] περιττοί XÉN excédent des forces ; inégal en nombre, en nombre inégal;<br /><i>Cp.</i> περισσότερος.<br />'''Étymologie:''' [[περί]].
}}
}}