Anonymous

κακίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (κακὸς) [[ὀνειδίζω]], κατηγορῶ, τινα Ἡρόδ. 3. 145, Δημ. 907. 12· κακ. τινὰ ὅτι οὐκ... Θουκ. 2. 21· κακ. καὶ νουθετεῖν Πλάτ. Πολ. 560Α· τὴν τύχην κακ. Δημ. 327. 22, πρβλ. 538. 12: ― Παθ., ὀνειδίζομαι, κακολογοῦμαι, ὑπό τινος Θουκ. 1. 105. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δειλόν, Εὐρ. Ι.Α. 1435: ― Παθ., φέρομαι ὡς [[δειλός]], οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Ἰλ. Ω. 214· οὕτω, καὶ μὴ κακισθῇς Εὐρ. Μήδ. 1246, πρβλ. Ἠλ. 982, Πλάτ. Μενέξ. 247C· κακίζεσθαι τύχῃ, βλάπτεσθαι μόνον ὑπὸ τῆς τύχης, Θουκ. 5. 75.
|lstext='''κακίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (κακὸς) [[ὀνειδίζω]], κατηγορῶ, τινα Ἡρόδ. 3. 145, Δημ. 907. 12· κακ. τινὰ ὅτι οὐκ... Θουκ. 2. 21· κακ. καὶ νουθετεῖν Πλάτ. Πολ. 560Α· τὴν τύχην κακ. Δημ. 327. 22, πρβλ. 538. 12: ― Παθ., ὀνειδίζομαι, κακολογοῦμαι, ὑπό τινος Θουκ. 1. 105. ΙΙ. [[κάμνω]] τινὰ δειλόν, Εὐρ. Ι.Α. 1435: ― Παθ., φέρομαι ὡς [[δειλός]], οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Ἰλ. Ω. 214· οὕτω, καὶ μὴ κακισθῇς Εὐρ. Μήδ. 1246, πρβλ. Ἠλ. 982, Πλάτ. Μενέξ. 247C· κακίζεσθαι τύχῃ, βλάπτεσθαι μόνον ὑπὸ τῆς τύχης, Θουκ. 5. 75.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> adresser des reproches à qqn, accuser : τινα [[ὅτι]] blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;<br /><b>2</b> maltraiter : κακίζεσθαι [[τύχη]] THC être vaincu par la fortune;<br /><b>3</b> rendre lâche, affaiblir le courage <i>ou</i> la résolution de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> κακίζομαι se conduire en lâche.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]].
}}
}}