3,277,226
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλωθρός''': ὁ, ([[μύλη]]) «μυλωνᾶς», [[ὅστις]] διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[μυλωθρός]], ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = [[μυλωθρίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13. | |lstext='''μῠλωθρός''': ὁ, ([[μύλη]]) «μυλωνᾶς», [[ὅστις]] διατηρεῖ δούλους ἵνα ἐργάζωνται ἐν τῷ μύλῳ, Δείναρχ. 93. 9, Δημ. 1251. 5, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 180. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[μυλωθρός]], ὁ μυλῶνα κεκτημένος καὶ ἐργαζόμενος»· - θηλυκ., = [[μυλωθρίς]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρήν. 258. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς τὸν μύλον, Ἀφθονίου Μῦθ. 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui concerne le travail de la meule.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ὠθέω]]. | |||
}} | }} |