Anonymous

παρεμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν [[ὅπως]] βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, [[ἀναβαίνω]] πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.
|lstext='''παρεμβαίνω''': [[ἐμβαίνω]] ἐκ τοῦ πλησίον (εἰς τὴν θάλασσαν [[ὅπως]] βοηθήσω τινὰ κινδυνεύοντα), Πλούτ. 2. 593Ε· περεμβαίνω τεθρίππῳ, [[ἀναβαίνω]] πλησίον ἑτέρου ἐπὶ τεθρ. …, Διον. Ἁλ. 2. 34· ἐφ’ ἁρματίου ὁ αὐτ. 5. 47, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=s’avancer dans, à côté de.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμβαίνω]].
}}
}}