Anonymous

λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λελογισμένως''': ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. [[ὅκως]] ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
|lstext='''λελογισμένως''': ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. [[ὅκως]] ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα [[μᾶλλον]] ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec réflexion, en réfléchissant.<br />'''Étymologie:''' part. pf. de [[λογίζομαι]].
}}
}}