3,274,447
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266. | |lstext='''περιχώομαι''': ὀργίζομαι [[μεγάλως]], ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο (ἄλλως, παλλακίδος πέρι χ., ἴδε Σχολ.) Ἰλ. Ι. 449· [[Ἡρακλῆς]] περιχώσατο Ξ. 266. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg. poét.</i> περιχώσατο;<br />être fortement irrité : τινί τινος contre une personne au sujet d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[χώομαι]]. | |||
}} | }} |