3,277,180
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, [[μετὰ]] στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν Α. 229, 384, 478· - συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττ., οἵτινες σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸ εἰμή ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλ’ ἴδε Εὐρ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· οὐδ’ [[εἶναι]] κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, εὐρ. [[τάφρος]] Ἡρόδ. 1. 178· κόθορνοι εὐρέες, ὑποδήματα εὐρύχωρα, 6. 125· οἰκίαι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· ἀντίθετον τῷ [[στενός]], Πλάτ. Νόμ. 737Α· φλέβες, πόροι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 66D, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 2· κατὰ εὐρύτερα Πλάτ. Φαίδων 111D. 2) [[μέγας]], φθάνων εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[κλέος]] εὐρὺ Ὀδ. Ψ. 137· κληδὼν Σιμωνίδ. 84 (59). 6· εὐρ. ἐλπίδες Ἀνθ. Π. 7. 99. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ., τὸ οὐδ. εὐρὺ [[εἶναι]] ἐν πλείστῃ χρήσει, Πίνδ. Ο. 13. 34, κλ.· ― Συγκρ. [[εὐρυτέρως]] ἔχειν Ἀριστοφ. Λτσ. 419· ἴδε [[εὐρυρέων]]. | |lstext='''εὐρύς''': εὐρεῖα, εὐρύ· Ἰων. θηλ. εὐρέα (οὐχὶ εὐρέη), Ἡρόδ. 1. 778, [[οὕτως]] ἐν Θεοκρ. 7. 78: γεν. εὐρέος, είας, έος· αἰτ. ἑνικ. παρ’ Ὁμήρ. εὐρὺν καὶ [[ἐνίοτε]] εὐρέᾰ (ἴδε κατωτ.): - γεν. εὐρέος ὡς θηλ., Ἀσίου Ἀποσπ. 2, Ὀππ. Κυν. 3. 323· [[οὕτως]] ὀνομ. πληθ. εὐρέες, Ἀνθ. Π. 9. 413: - πρβλ. [[ἡδύς]], [[θῆλυς]], Näke Χοιρίλ. σ. 74· - Συγκρ. εὐρύτερος, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΕΥΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις εὖρος, [[εὐρύνω]], κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. ur-us, θηλ. ur-vi, ur-u-k΄akshâs = [[εὐρύοπα]]). Πλατύς, ἐκτεταμένος, [[εὐρύχωρος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, οὐρανὸν εὐρὺν Ἰλ. Γ. 364, κτλ.· εὐρεῖα χθὼν Δ. 182 κτλ.· εὐρέα πόντον Ζ. 291· [[ὡσαύτως]], εὐρέα κόλπον Σ. 140, Φ. 125, κτλ.· εὐρ. σχεδίη Ὀδ. Ε. 163· ὦμοι Ἰλ. Γ. 210, 227, Ὀδ. Σ. 68, κτλ.· ([[οὕτως]], εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν ἰδέσθαι Ἰλ. Γ. 194)· [[μετάφρενον]] Κ. 29· [[σάκος]] Λ. 527· [[τεῖχος]] Μ. 5· εὐρυτέρα ὁδὸς Ψ. 427· εὐρὺν ἀγῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἀγών]])· κατά, ἀνά, [[μετὰ]] στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν Α. 229, 384, 478· - συχνὸν παρ’ ἅπασι τοῖς ποιηταῖς πλὴν τῶν Ἀττ., οἵτινες σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται αὐτὸ εἰμή ἐν λυρικοῖς χωρίοις, ἀλλ’ ἴδε Εὐρ. Ἀποσπ. 913, Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· οὐδ’ [[εἶναι]] κοινὸν παρὰ πεζολόγοις, εὐρ. [[τάφρος]] Ἡρόδ. 1. 178· κόθορνοι εὐρέες, ὑποδήματα εὐρύχωρα, 6. 125· οἰκίαι Ξεν. Ἀν. 4. 5, 25· ἀντίθετον τῷ [[στενός]], Πλάτ. Νόμ. 737Α· φλέβες, πόροι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 66D, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 11, 2· κατὰ εὐρύτερα Πλάτ. Φαίδων 111D. 2) [[μέγας]], φθάνων εἰς μεγάλην ἀπόστασιν, [[κλέος]] εὐρὺ Ὀδ. Ψ. 137· κληδὼν Σιμωνίδ. 84 (59). 6· εὐρ. ἐλπίδες Ἀνθ. Π. 7. 99. ΙΙ. ὡς Ἐπίρρ., τὸ οὐδ. εὐρὺ [[εἶναι]] ἐν πλείστῃ χρήσει, Πίνδ. Ο. 13. 34, κλ.· ― Συγκρ. [[εὐρυτέρως]] ἔχειν Ἀριστοφ. Λτσ. 419· ἴδε [[εὐρυρέων]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[εὐρεῖα]], εὐρύ;<br /><b>1</b> large, qui s’étend en largeur;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui se répand au loin, vaste, spacieux;<br /><i>Cp.</i> εὐρύτερος.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>skr.</i> váras « largeur », av. vouru « large ». | |||
}} | }} |