Anonymous

κυανώπης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰνώπης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· [[ὡσαύτως]] [[νῆες]] κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. [[κυανόπρῳρος]].
|lstext='''κυᾰνώπης''': -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· [[ὡσαύτως]] [[νῆες]] κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. [[κυανόπρῳρος]].
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />aux yeux sombres <i>ou</i> noirs.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὤψ]].
}}
}}