3,258,297
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], εὐκόλως, εὐχερῶς, Ἰλ. Ε. 304, Θ. 179, κτλ· πρβλ. [[ῥεῖα]], ῥᾷ [υυ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ὡς μία μακρὰ συλλαβὴ ἐν Ἰλ. Μ. 381, Ν. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5]. | |lstext='''ῥέᾰ''': Ἐπικ. ἐπίρρ. τοῦ [[ῥᾴδιος]], εὐκόλως, εὐχερῶς, Ἰλ. Ε. 304, Θ. 179, κτλ· πρβλ. [[ῥεῖα]], ῥᾷ [υυ, ἔνθ’ ἀνωτ.· ἀλλὰ ὡς μία μακρὰ συλλαβὴ ἐν Ἰλ. Μ. 381, Ν. 144, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />facilement, sans peine.<br />'''Étymologie:''' [[ῥᾴδιος]]. | |||
}} | }} |