Anonymous

προμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμίγνῡμι''': μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.
|lstext='''προμίγνῡμι''': μιγνύω ἐκ τῶν προτέρων· ― Παθ., παλλακίδι προμῐγῆναι, «μιγῆναι. συνελθεῖν» (Εὐστ.), Ἰλ. Ι. 452.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2 inf. Pass.</i> προμιγῆναι;<br />mêler auparavant ; <i>Pass.</i> s’unir auparavant avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μίγνυμι]].
}}
}}