Anonymous

πικρόχολος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
|lstext='''πικρόχολος''': -ον, ὁ [[πλήρης]] πικρᾶς χολῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελάγχολος]]· τὰ ἄνω π. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· μεταφορ. [[ὀξύθυμος]], [[ὀργίλος]], Ἀνθ. Π. 7. 69· ― πικροχολία, ἡ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μελαγχολία]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une bile amère ; <i>fig.</i> acariâtre, acerbe.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]], [[χόλος]].
}}
}}