3,274,873
edits
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3. | |lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />rendre rouge, faire rougir ; <i>Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass.</i> ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, <i>particul.</i> rougir de honte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]]. | |||
}} | }} |